πλευστότητα

πλευστότητα
η, Ν
ναυτ.
1. η ικανότητα ενός πλοίου να τηρείται με ασφάλεια στην επιφάνεια τού νερού
2. (αεροπ.) το φορτίο μαζί με το περίβλημα και τα εξαρτήματα που μπορεί να υποβαστάζει ένα αεροπλάνο ή αερόπλοιο σε σχέση με την ανυψωτική του δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευστός. Η λ., στον λόγιο τ. πλευστότης, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

  • ξεκάθισμα — το [ξεκαθίζω] ναυτ. επάνοδος στην πλευστότητα πλοίου που προσάραξε …   Dictionary of Greek

  • ξεκαθίζω — (για πλοία) επαναφέρω στην πλευστότητα πλοίο που προσάραξε. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ καθίζω* (βλ. λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • πλευστός — ή, ό Ν [πλέω] 1. πλωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το πλευστό(ν) α) η πλευστότητα β) η μονοστρωματική βιοκοινωνία οργανισμών που πλέουν κάτω από την επιφάνεια τών νερών, όπως είναι λ.χ. οι μέδουσες …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”